νεωποιός — και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α) 1. νεωποίης* 2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός* + ποιός*] … Dictionary of Greek
νεωποιοί — νεωποιός b A masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωποιούς — νεωποιός b A masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτονεωποιός — ο, Α ο πρώτος νεωποιός* ή νεωποίης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νεωποιός «κατασκευαστής πλοίου»] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ναοποιός — ναοποιός, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποιός … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
νεωποίης — και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α) υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού νεωποιός* (πρβλ. τα συνθ. σε αρχος … Dictionary of Greek
νεωποίιον — νεωποίϊον και δωρ. τ. ναοποίϊον, τὸ (Α) [νεωποιός] νεωποιία* … Dictionary of Greek
νεωποιία — νεωποιΐα και δωρ. τ. ναοποιΐα, ἡ (Α) [νεωποιός] το έργο και το αξίωμα τού νεοποίου … Dictionary of Greek
νεωποιείον — νεωποιεῑον και νηωποιεῑον, τὸ (Α) [νεωποιός] το αξίωμα του νεωποιού … Dictionary of Greek