νεωποιός

νεωποιός
νεω-ποιός, ,
A = νεωποίης, IG22.1678b A14:— [dialect] Dor. [full] νᾱοποιός Arist.Rh.1374b27, SIG236 B, al. (Delph., iv B.C.), IG 7.3073.4,al. (Lebad.); also in [dialect] Att. Inscrr. from late iv B.C., ib.22.1678 a A16,20.
II ([etym.] ναῦς) building ships, Poll.1.84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεωποιός — και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α) 1. νεωποίης* 2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός* + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • νεωποιοί — νεωποιός b A masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωποιούς — νεωποιός b A masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτονεωποιός — ο, Α ο πρώτος νεωποιός* ή νεωποίης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νεωποιός «κατασκευαστής πλοίου»] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ναοποιός — ναοποιός, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποιός …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • νεωποίης — και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α) υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού νεωποιός* (πρβλ. τα συνθ. σε αρχος …   Dictionary of Greek

  • νεωποίιον — νεωποίϊον και δωρ. τ. ναοποίϊον, τὸ (Α) [νεωποιός] νεωποιία* …   Dictionary of Greek

  • νεωποιία — νεωποιΐα και δωρ. τ. ναοποιΐα, ἡ (Α) [νεωποιός] το έργο και το αξίωμα τού νεοποίου …   Dictionary of Greek

  • νεωποιείον — νεωποιεῑον και νηωποιεῑον, τὸ (Α) [νεωποιός] το αξίωμα του νεωποιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”